Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40





ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40
Οι εγκυμοσύνες στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της γυναίκας αποτελούσαν μέχρι πριν από μερικά χρόνια ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο. Ο τρόπος ζωής όμως των γυναικών, οι ανάγκες τους και οι ρυθμοί άλλαξαν. Καθώς αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας και το προσδόκιμο επιβίωσης, αυξήθηκε παράλληλα και η ηλικία των γυναικών που επιθυμούν εγκυμοσύνη, κάτι βέβαια που έχει θετικά και αρνητικά σημεία.
Ένα από τα θετικά είναι ότι η γυναίκα μετά τα 40 έχει οικονομική ασφάλεια και αναγνωρίζει πιο συνειδητοποιημένα το ρόλο της ως μητέρα. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Epidemiology and Community Health έδειξε πως οι γυναίκες που μένουν έγκυες κοντά στην ηλικία των 40 γεννούν υγιή αλλά και ήρεμα παιδιά. Οι ερευνητές εξηγούν πως οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι γιατί σε αυτήν την ηλικία οι γυναίκες προσέχουν τον εαυτό τους περισσότερο από τις νεότερες εγκύους, ακολουθούν σωστό διατροφικό πρόγραμμα και αποφεύγουν συνήθειες που μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο έμβρυο.
Οι γυναίκες μπορούν να μείνουν έγκυες μέχρι και το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, που κατά μέσον όρο στις δυτικές κοινωνίες είναι τα 50-52 χρόνια. Μια απόλυτα υγιής γυναίκα, η οποία δεν πάσχει από κάποια νόσο που ενδέχεται να επιδεινωθεί στην περίπτωση κύησης, μπορεί αναμφισβήτητα να τεκνοποιήσει με ασφάλεια, μένοντας έγκυος με φυσικό τρόπο ή και με τη βοήθεια μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μετά τα 40. Μέχρι την περίοδο της εμμηνόπαυσης, όσο υπάρχει έμμηνος ρύση το γεννητικό σύστημα δεν μεταβάλλεται, επομένως το μέγεθος της μήτρας δεν αλλάζει. Αυτό σημαίνει πως η μήτρα δεν μπορεί να συμβάλλει αρνητικά στην προσπάθειά σύλληψης ή και να επηρεάσει την εξέλιξη της κύησης. Ελάχιστες είναι οι μελέτες που υποστηρίζουν πως ίσως με το πέρασμα του χρόνου η μήτρα μειώνεται και δεν μπορεί να υποστηρίξει μια εγκυμοσύνη. Οι ωοθήκες πάλι είναι αυτές που με το πέρασμα των χρόνων παρουσιάζουν μορφολογικές, ανατομικές αλλά και λειτουργικές μεταβολές, που τις περισσότερες φορές μπορούν να αποκατασταθούν με την κατάλληλη θεραπεία (χορήγηση ορμονών).
Από την άλλη, με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός παρουσιάζει μια φθορά και, ως φυσιολογική συνέπεια, οι πιθανότητες να εμφανίσουμε κάποια διαταραχή (όπως π.χ. υπέρταση, παχυσαρκία ή διαβήτη) αυξάνονται. Τα προβλήματα αυτά σε μια γυναίκα που δεν είναι έγκυος τις περισσότερες φορές μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Όταν όμως συνδυαστούν με μια εγκυμοσύνη, τότε ο οργανισμός μπορεί να προσαρμοστεί δυσκολότερα στις συνθήκες που προκαλούν αυτές οι νόσοι, με αποτέλεσμα η εγκυμοσύνη να μην μπορεί να υποστηριχθεί και να εξελιχθεί καλά. Για παράδειγμα, κατά την εγκυμοσύνη ο όγκος του αίματός αυξάνεται κατά 40%, κάτι που επιβαρύνει αυτομάτως τη λειτουργία της καρδιάς. Στην περίπτωση πάλι που μια γυναίκα παρουσιάζει υπέρταση, η εγκυμοσύνη μπορεί να την επιδεινώσει και να εμφανιστούν επιπλοκές όπως η προεκλαμψία. Επίσης, εάν η γυναίκα πάσχει από κάποια νεφρική νόσο, ενδέχεται να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κύησης, λόγω της αυξημένης λειτουργίας των νεφρών που παρατηρείται κατά την περίοδο των 9 μηνών. Κάποια προβλήματα κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης εμφανίζονται 6 φορές πιο συχνά σε γυναίκες άνω των 40 απ’ ό,τι στις νεότερες. Βασικότερες από αυτές είναι οι διαταραχές του πλακούντα (π.χ. πρόωρη αποκόλληση πλακούντα, προδρομικός πλακούντας) που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αιμορραγίες. Επιπλέον, προβλήματα των γεννητικών οργάνων που παρουσιάζονται πιο συχνά μετά τα 40, όπως τα ινομυώματα, μπορεί να εμποδίζουν πολλές φορές την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχουν διαφορές σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις που πρέπει να κάνουν οι έγκυες μετά τα 40, εκτός βέβαια εάν η γυναίκα έχει μια συγκεκριμένη πάθηση – σε αυτήν την περίπτωση ο γυναικολόγος συνεργάζεται με τον θεράποντα ιατρό της. Καλό είναι –κάτι που ισχύει για όλες τις έγκυες– να αποφεύγει τις σκληρές δουλειές και να φροντίζει να περιορίζει την έντονη σωματική δραστηριότητα, χωρίς όμως να καθηλώνεται παρά μόνο στην περίπτωση που προκύψει κάποια επιπλοκή.
Σημαντικό ζήτημα είναι αυτό που έχει να κάνει με χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο έμβρυο, όπως το σύνδρομο Down. Είναι γεγονός πως οι πιθανότητες γέννησης παιδιού με σύνδρομο Down αυξάνονται με την πάροδο της ηλικίας της μητέρας. Σήμερα όμως έχουμε στην διάθεσή μας μη επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να προσδιορίσουν τις πιθανότητες γέννησης ενός παιδιού με χρωμοσωμική ανωμαλία και να προσφέρουν στο ζευγάρι την δυνατότητα να επιλέξουν ή όχι την διενέργεια αμνιοπαρακέντησης, μιας επεμβατικής εξέτασης, η οποία δίνει και την οριστική απάντηση.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

ΡΗΞΗ ΚΥΣΤΗΣ ΩΟΘΗΚΗΣ





ΡΗΞΗ ΚΥΣΤΗΣ ΩΟΘΗΚΗΣ
Η ρήξη κύστης ωοθήκης είναι ένα κοινό συμβάν στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να σχετίζεται με την ξαφνική εμφάνιση πόνου στην μία πλευρά χαμηλά στην κοιλιά. Συνήθως, ο πόνος ξεκινάει κατά την διάρκεια εργώδους σωματικής δραστηριότητας, όπως άσκηση ή σεξουαλική επαφή. Το αίμα από το σημείο της ρήξης μπορεί να συσσωρεύεται μέσα στην ωοθήκη, οπότε προκαλείται πόνος από την διάταση του φλοιού της ωοθήκης, ή μπορεί να χυθεί μέσα στην κοιλιά και να προκληθεί πόνος με άλλο μηχανισμό. Πάντως, είναι πιθανό να υπάρχει μεγάλη ποσότητα αίματος στην κοιλιά χωρίς συμπτώματα. Αν αντί για αίμα η ρήξη της κύστης απελευθερώσει υγρό, το οποίο καλείται ορώδες, μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα μέσα στην κοιλιά χωρίς κανένα σύμπτωμα, καθώς αυτό το υγρό δεν είναι τόσο ερεθιστικό όσο το αίμα.
Οι κύριοι στόχοι στην εκτίμηση των γυναικών με υποψία ρήξης κύστης στην ωοθήκη είναι να αποκλείσουμε ρήξη εξωμητρίου κύησης και να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να χειριστούμε την ασθενή με ασφάλεια απλώς παρακολουθώντας την κατάσταση ή αν θα πρέπει να παρέμβουμε χειρουργικά. Ο εργαστηριακός έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει β-χοριακή για τον αποκλεισμό κύησης, γενική αίματος για τον έλεγχο του αιματοκρίτη ενώ ο ακρογωνιαίος λίθος είναι το υπερηχογράφημα. Είναι μία εύκολα διαθέσιμη, φτηνή και ευαίσθητη μέθοδος για την διάγνωση ωοθηκικών μαζών. Υπερηχογραφικά ευρήματα συμβατά με μάζα στην ωοθήκη και ελεύθερο υγρό στην κοιλιά είναι ενδεικτικά ρήξης κύστης ωοθήκης, αλλά όχι διαγνωστικά. Πλέον, δεν ενδείκνυται παρακέντηση της κοιλιάς για να διαπιστώσουμε αν το υγρό είναι αίμα ή όχι, καθώς οι απεικονιστικές μέθοδοι (υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) έχουν μεγάλη ευαισθησία στο να κάνουν αυτήν την διάκριση. Επίσης, δεν είναι πάντα τόσο σημαντικό να γίνει αυτή η διάκριση αφού η παρουσία απλού υγρού ή αίματος από μόνη της δεν αποτελεί ένδειξη για χειρουργική επέμβαση.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Ρήξη κύστης χωρίς επιπλοκές: Εδώ υπάγονται οι περιπτώσεις που δεν έχουμε υπόταση, ταχυκαρδία, πυρετό, λευκοκυττάρωση ή υπερηχογραφικά ευρήματα ελεύθερου υγρού στην κοιλιά που αυξάνεται ή ευρήματα ενδεικτικά κακοήθειας. Αυτές οι ασθενείς απλώς παρακολουθούνται σαν εξωτερικοί. Μπορούν να δοθούν αναλγητικά. Το μη αιμορραγικό υγρό κύστης ωοθήκης απορροφάται μέσα σε 24 ώρες και τα συμπτώματα λύνονται μέσα σε λίγες μέρες.
Ρήξη κύστης με επιπλοκές: Στις περιπτώσεις που έχουμε κάποιες από τις παραπάνω καταστάσεις πρέπει να γίνει εισαγωγή της ασθενούς σε νοσοκομείο, παρακολούθηση της πίεσης και του σφυγμού, αναπλήρωση υγρών και σε κάποιες περιπτώσεις χειρουργική επέμβαση.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ





ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ
Ο φυσιολογικός ιστός που ‘επενδύει’ το εσωτερικό της μήτρας και που αιμορραγεί σε κάθε περίοδο της γυναίκας ονομάζεται ενδομήτριο. Η ενδομητρίωση είναι μία καλοήθης διαταραχή κατά την οποία ιστός παρόμοιος με το ενδομήτριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Τυπικά αυτό συμβαίνει στην πύελο αλλά μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Οι πιο συχνές εντοπίσεις είναι η έξω επιφάνεια των ωοθηκών, το περιτόναιο, η έξω επιφάνεια της μήτρας, οι σάλπιγγες, το έντερο και η ουροδόχος κύστη.
Δεν είναι εύκολο να εξακριβώσουμε την συχνότητα της ενδομητρίωσης. Η διάγνωση μπαίνει μόνο με την ιστολογική εξέταση βλαβών που παίρνουμε μετά από χειρουργείο, λαπαροσκοπικά ή με τον ανοιχτό κλασικό τρόπο. Έτσι, γυναίκες που δεν έχουν συμπτώματα και δεν έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην κοιλιά, δεν ξέρουν ότι έχουν ενδομητρίωση. Μικρές μελέτες έχουν αναφέρει πάντως ότι η ενδομητρίωση είναι παρούσα στο 5% τουλάχιστον των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ενδομητρίωσης είναι οι εξής:
• Απουσία τελειόμηνης κύησης
• Ιστορικό ενδομητρίωσης στη μητέρα μιας γυναίκας (7% άυξηση της πιθανότητας)
• Μικροί κύκλοι περιόδου (κάτω από 27 ημέρες) με παρατεταμένη ροή (πάνω από 8 ημέρες)
• Μερική ή πλήρης απόφραξη της ροής του αίματος της περιόδου (π.χ. στένωση του τραχήλου)
Η αιτία πάντως της ενδομητρίωσης δεν είναι γνωστή.
Ο λόγος για τον οποίον μία γυναίκα με ενδομητρίωση θα αναζητήσει ιατρική βοήθεια είναι ο πόνος και η υπογονιμότητα. Το 1/3 των γυναικών θα αναφέρει πόνο στην πύελο, το 1/3 υπογονιμότητα και το υπόλοιπο 1/3 θα αναφέρει και τα δύο. Ο πόνος συμβαίνει πριν ή κατά την διάρκεια της περιόδου ή μπορεί να συμβαίνει κατά την διάρκεια ή μετά την ερωτική επαφή. Η ένταση των συμπτωμάτων δεν αντιστοιχεί στην σοβαρότητα της ενδομητρίωσης. Έτσι, μπορεί να έχουμε έντονο πυελικό πόνο με ήπια ενδομητρίωση.
Η διάγνωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπαίνει ιστολογικά μετά από χειρουργείο. Με το ιστορικό, την κλινική εξέταση, το υπερηχογράφημα και εξετάσεις αίματος τίθεται η υποψία της ενδομητρίωσης. Για την θεραπεία της ενδομητρίωσης σήμερα έχουμε αρκετές εναλλακτικές προτάσεις:
• Απλή παρακολούθηση
• Αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική αγωγή
• Αντισυλληπτικά
• Άλλες μορφές ορμονικής θεραπείας
• Χειρουργείο
• Συνδυασμός των ανωτέρω
Η θεραπεία εξατομικεύεται και έχει να κάνει από το εάν το κύριο πρόβλημα της ασθενούς είναι ο πόνος ή η υπογονιμότητα και από την ηλικία της ασθενούς. Για παράδειγμα, αν μία γυναίκα έχει ήπια συμπτώματα και είναι κοντά στην εμμηνόπαυση μπορεί απλώς να παρακολουθηθεί.
Αναφέρθηκε ήδη ότι η ενδομητρίωση σε κάποιες γυναίκες εμπλέκεται με υπογονιμότητα. Παρ΄όλα αυτά, μέχρι και το 70% των γυναικών με ελάχιστη ή ήπια ενδομητρίωση και υπογονιμότητα, θα επιτύχουν σύλληψη μέσα σε 3 χρόνια χωρίς καμία θεραπεία. Εάν συμβεί εγκυμοσύνη, η ενδομητρίωση συχνά υποχωρεί ή λύεται. Οι γυναίκες με ενδομητρίωση που μένουν έγκυες δεν έχουν κανέναν αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές στην εγκυμοσύνη.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

ΠΡΟΩΡΗ ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ,(ΠΡΟΩΡΗ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ)



ΠΡΟΩΡΗ ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
(ΠΡΟΩΡΗ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ)
Ως πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, κατάσταση που είναι πιο γνωστή σαν πρόωρη εμμηνόπαυση, ορίζεται η ανεπάρκεια των ωοθηκών πριν την ηλικία των 40 ετών. Η συχνότητά της είναι 1 στις 250 γυναίκες στην ηλικία των 35 και 1 στις 100 γυναίκες στην ηλικία των 40. Στην πλήρως ανεπτυγμένη της μορφή εμφανίζεται με απουσία περιόδου και συμπτώματα από την απουσία των ορμονών της γυναίκας που λέγονται οιστρογόνα. Ο όρος ‘ανεπάρκεια’ εννοεί ότι η λειτουργία των ωοθηκών δεν είναι φυσιολογική, αλλά όχι απαραίτητα ότι έχει παύσει εντελώς. Ασθενείς στις οποίες έχει γίνει η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας μπορούν σποραδικά να παράγουν οιστρογόνα, να έχουν ωορρηξία και σε ένα ποσοστό 5 με 10% ακόμα και να συλλάβουν με φυσικό τρόπο και να γεννήσουν ένα υγιές παιδί.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Μία διαταραχή στην περίοδο σε μία γυναίκα που προηγουμένως είχε σταθερό κύκλο είναι συνήθως το πρώτο σημείο. Αργότερα εμφανίζονται τα συμπτώματα της ανεπάρκειας των οιστρογόνων, δηλαδή εξάψεις και διαταραχές ύπνου ενώ στη συνέχεια προστίθενται η ατροφία του κόλπου και η δυσπαρεύνεια (πόνος στην επαφή).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Παλιότερα, έπρεπε να υπήρχε απουσία περιόδου για να τεθεί η διάγνωση. Πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο, καθώς όπως αναφέρθηκε ήδη, η έκπτωση της ωοθηκικής λειτουργίας δεν είναι πάντα πλήρης. Σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση αργεί να μπει (καθυστέρηση 5 ετών στο 25% των περιπτώσεων). Επιπρόσθετα, πάνω από το 50% των νέων γυναικών στις ΗΠΑ στις οποίες τελικά μπήκε η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας αναφέρουν ότι είδαν περισσότερους από 3 γιατρούς πριν γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις. Για το λόγο αυτό, νέες γυναίκες που αναφέρουν ότι έχασαν την ρυθμικότητα στον κύκλο τους για τρεις (3) ή περισσότερους συνεχόμενους μήνες δικαιούνται κατάλληλη εκτίμηση από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Αυτή η απώλεια της ρυθμικότητας μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι της προοδευτικά αναπτυσσόμενης ωοθηκικής ανεπάρκειας και της σχετιζόμενης έλλειψης των οιστρογόνων. Μετά τη λήψη ενός καλού ιστορικού που θα περιλαμβάνει και στοιχεία από το οικογενειακό αναμνηστικό, καθώς το 10% των περιπτώσεων είναι οικογενείς, θα προχωρήσουμε στην διενέργεια των κατάλληλων εργαστηριακών εξετάσεων:
• Test κυήσεως σε απουσία περιόδου
• Μέτρηση Προλακτίνης στο αίμα, για να αποκλειστεί η υπερπρολακτιναιμία σαν αιτία των συμπτωμάτων
• Μέτρηση των ορμονών του θυρεοειδούς και τέλος
• Μέτρηση της FSH στο αίμα καθώς και της οιστραδιόλης (για να αποκλειστεί μία αυξημένη FSH στη μέση του κύκλου).
Η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας προκαλεί άγχος στην ασθενή, ειδικά όταν δεν έχει ολοκληρώσει το αναπαραγωγικό της έργο. Επίσης, η έλλειψη των οιστρογόνων καθιστά της ασθενείς αυτές υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η θεραπεία συνίσταται στην υποκατάσταση των ορμονών που λείπουν, δηλαδή των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, σε σχήμα που να μιμείται τον φυσιολογικό κύκλο, μέχρι περίπου την ηλικία των 50 ετών, οπότε αναμενόταν να μπει η ασθενής σε εμμηνόπαυση φυσιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζονται τα συμπτώματα (εξάψεις, αϋπνίες, ατροφία του κόλπου) αλλά και προλαμβάνεται η ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
ΣΥΝΟΔΟΙ ΝΟΣΟΙ: Στο 90% των περιπτώσεων, η αιτιολογία της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας είναι άγνωστη. Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί ότι η κατάσταση αυτή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως και ανεπάρκειας επινεφριδίων. Συσχέτιση, επίσης, έχει βρεθεί και μεταξύ του υποθυρεοειδισμού και της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Για το λόγο αυτό, στην διερεύνηση περιλαμβάνεται και έλεγχος θυρεοειδούς.